συνεγγυητής

συνεγγυητής
ο
θηλ. συνεγγυήτρια αυτός που εγγυάται κάτι μαζί με άλλον: Υπέγραφε ως συνεγγυητής για να πάρει ο φίλος του δάνειο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνεγγυητής — ο, ΝΑ, θηλ. συνεγγυήτρια Ν [συνεγγυῶ] αυτός που εγγυάται κάτι μαζί με άλλον …   Dictionary of Greek

  • συμβεβαιωτής — ὁ, Α [συμβεβαιῶ] αυτός που βεβαιώνει κάτι μαζί με άλλον, συνεγγυητής …   Dictionary of Greek

  • συνεγγυήτρια — η, Ν βλ. συνεγγυητής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”